Αναδημοσίευση από την εφημερίδα «Κόσμος του Επενδυτή» (13/14-12-2008,σελ. 21) μετά από άδεια της εφημερίδας.
Η ευθύνη μας
Ευρισκόμενος στη Μόσχα για να συμμετάσχω καθηκόντως, ως προκαθήμενος της Ελλαδικής Εκκλησίας, στην εξόδιο ακολουθία του Μακαριστού Πατριάρχου Μόσχας κυρού Αλεξίου, πληροφορήθηκα με έκπληξη, την οποία ακολούθησε θλίψη και ανησυχία, τα όσα διαδραματίστηκαν στην Αθήνα αλλά και στην υπόλοιπη Ελλάδα, μετά το τραγικό συμβάν, που οδήγησε στον αδόκητο θάνατο ενός νέου παλικαριού.
Την οδύνη μου, ως πατέρα που βίωσε τον άδικο θάνατο ενός παιδιού του από το οπλισμένο χέρι ενός άλλου παιδιού του, ήρθαν να εντείνουν και να συμπληρώσουν αισθήματα πικρίας και αγωνίας, καθώς οι βιαιότητες, οι βανδαλισμοί, οι καταστροφές, οι λεηλασίες και οι εμπρησμοί τραυματίζουν βάναυσα την ψυχή και το σώμα της πατρίδας μας.
Βεβαίως, η εύκολη λύση είναι να περιοριστούμε σε καταδικαστικά και επικριτικά σχόλια, επιρρίπτοντας όλη την ευθύνη σε όσους υπερέβησαν τα όρια της εύλογης διαμαρτυρίας. Δεν δικαιούμαστε, όμως, να ομιλούμε, αν δεν αναλάβουμε πρώτα τις ευθύνες που αναλογούν στον καθένα μας, με αυτοκριτική και με πνεύμα μετανοίας. Δεν είναι δυνατόν να θεωρητικολογούμε χωρίς καν αναφορά στο ότι δεν υπάρχει καμία δικαιολογία για την αφαίρεση μιας ανυπεράσπιστης νεανικής ζωής, όταν μετά το μοιραίο χωρούν μόνο η συντριβή και η μετάνοια.
Τα παιδιά μας δεν είναι εξαγριωμένα χωρίς λόγο. Η προσωπική επαφή μου με τους νέους μού δίνει το δικαίωμα να δηλώσω μετά λόγου γνώσεως ότι το σύνολο σχεδόν της νέας γενιάς δεν είναι εναντίον των αρχών, των αξιών και των ιδανικών που ενέπνευσαν και έθρεψαν το γένος μας, αλλά εναντίον όλων ημών που τους τα διδάσκουμε και συγχρόνως τα προδίδουμε ανερυθρίαστα και ασύστολα. Τα παιδιά μας δεν αμφισβητούν την αλήθεια, αλλά την προδοσία της. Τα παιδιά μας είναι θυμωμένα μαζί μας επειδή μας αγαπούν και αισθάνονται προδομένα. Η νεολαία νιώθει όχι μόνο το ασφυκτικό παρόν που φτιάξαμε εμείς οι φυσικοί ή θεσμικοί γονείς τους, αλλά, κυρίως, καταγγέλλει την υποθήκευση, αν όχι την κλοπή, και την καταστροφή του μέλλοντος της.
Βέβαια, οι βανδαλισμοί, η καταστροφή των περιουσιών, η πυρπόληση του μόχθου εργοδοτών και εργαζομένων, χωρίς συναίσθηση των κοινωνικών συνεπειών, και η εξάντληση των δυνάμεων της νεολαίας μόνο για την εκτόνωση της οργής απλώς ανοίγουν περισσότερες πληγές και θρέφουν τον φαύλο κύκλο της παρακμής. Όμως, πώς να καταδικάσεις τον αδικημένο για τα λάθη του, αν δεν αναζητήσεις πρώτα τρόπους και λύσεις που να δίνουν ελπίδα και να προσκαλούν σε αξιοποίηση των δυνάμεων, που τώρα σπαταλιούνται στην εκτόνωση της πικρίας και της απογοήτευσης, συμβάλλοντας εντέλει στο περαιτέρω ρήμαγμα της ήδη παραπαίουσας ηθικώς, πολιτιστικώς και κοινωνικο-οικονομικώς πατρίδας μας;
Για πόσο ακόμα μπορούμε Α να στεκόμαστε, κλήρος και λαός, αδιάφοροι ή αυτοκαταστροφικά βολεμένοι απέναντι σε φαινόμενα τα οποία όλοι γνωρίζουμε, όλοι συμφωνούμε ότι δεν είναι δυνατόν να συνεχίζονται, όλοι δηλώνουμε ευκαίρως-ακαίρως τη δυσφορία μας και συγχρόνως τα συντηρούμε ή τα ανεχόμαστε ως παθητικοί δέκτες της ίδιας μας της αυτο-υπονόμευσης;
Πώς να πείσουμε τους νέους ότι η Εκκλησία είναι ο χώρος της αγάπης, της ελπίδας, της παρηγοριάς, της σμιλεύσεως ήθους και ιδανικών και της αντιπαράθεσης στην αδικία, την ανομία και τη διαφθορά, όταν δίνουμε δικαιώματα στον λαό του Θεού να φοβάται ότι μετατρέψαμε τον οίκο του Θεού σε οίκο εμπορίου; Όταν δεν τολμάμε πια να υψώσουμε φωνές σαν εκείνες του αγίου Ιωάννου του Χρυσοστόμου ή του αγίου Γρηγορίου του Παλαμά, όταν τόλμησαν στο όνομα του Χριστού να αντιπαρατεθούν με τα κατεστημένα συμφέροντα της εποχής τους, που καταρράκωναν τα ουσιώδη του βίου του ποιμνίου τους;
Πώς να πείσουμε τους νέους για τα μείζονα και τα ουσιώδη του πολιτισμού και την αξία της αφιέρωσης τους στις σπουδές τους, όταν η παιδεία χρόνια τώρα συρρικνώνεται στα ασφυκτικά στενά και αφυδατωμένα όρια μιας άνευρης εκπαίδευσης, χωρίς ουσιαστική μέριμνα για την κατοχύρωση του επαγγελματικού μέλλοντος και την υποδούλωση της αξιοπρέπειας στους μηχανισμούς χαριστικών και αναξιοκρατικών πρόσκαιρων βιοποριστικών απασχολήσεων;
Πώς να ζητήσουμε κατανόηση και θυσίες από τον λαό μας για τη σοβούσα οικονομική κρίση, όταν οι εσαεί προτεινόμενες επί δεκαετίες λύσεις επαναλαμβάνουν κυνικά σενάρια μονόπλευρης λιτότητας; Όταν οι περιορισμοί και οι θυσίες επιβάλλονται μονομερώς, εξαιρώντας προκλητικά εκείνους προς τους οποίους θα έπρεπε καταρχήν να απαιτηθεί η συνεισφορά τους στην υπέρβαση της κρίσης;
Πώς να ζητήσουμε την εμπιστοσύνη του λαού στους θεσμούς, τους φορείς και τους εκφραστές και υπηρέτες τους, όταν κωφεύουμε στα στοιχειώδη αιτήματα για δικαιότερη κοινωνική πραγματικότητα, για προστασία του λαού από την κατάχρηση της εξουσίας, για εξασφάλιση του αισθήματος ασφαλείας που προκύπτει από την εμφανή και αδιαμφισβήτητη προστασία της αξιοπρέπειας μας από τα ποικίλων ειδών πελατειακά δίκτυα, που συνιστούν πρόσφορο έδαφος για την επικράτηση της φαυλότητας και την υπονόμευση της δημοκρατίας;
Πώς να ζητήσουμε από τον λαό μας υπομονή και ολιγάρκεια, όταν η απληστία έχει γίνει ο ρυθμιστής της ζωής μας, των τάχα μου οραμάτων και των ψευδεπίγραφων υποσχέσεων; Όταν η απληστία αποτελεί το υπέδαφος επί του οποίου ριζώνουν αποδομητικά φαινόμενα, όπως η διαφθορά, η διαπλοκή, η κατασπατάληση των οικονομικών πόρων και η ατιμωρησία όσων προς ίδιον όφελος εκμεταλλεύονται τα πόστα τους και γίνονται εν τέλει δολιοφθορείς της Εκκλησίας, του Έθνους και της Δημοκρατίας;
Ποιος μπορεί να κατηγορήσει για φωνασκία όσους δικαίως κραυγάζουν απαιτώντας διαφάνεια, κοινωνική λογοδοσία και αποθάρρυνση της δημιουργίας τοπικών ή φιλικών φατριών; Ποιος μπορεί να κοιτάξει στα μάτια χωρίς αιδώ τον άρρωστο που δοκιμάζει την κατάσταση που επικρατεί στη δημόσια υγεία εδώ και πολλά χρόνια; Τον συνταξιούχο που αδυνατεί να πληρώσει τα φάρμακα του; Τον άνθρωπο του μόχθου που αδυνατεί να εξασφαλίσει το μέλλον των παιδιών του; Τον σπουδαστή που βιώνει την ερήμωση της παιδείας από οράματα και ιδανικά;
Η απάντηση σε όλα αυτά δεν είναι η δικαίωση των βανδαλισμών, αλλά ούτε και η απάνθρωπη καταστολή κάθε διαμαρτυρίας. Η διαμαρτυρία είναι ανάγκη και δικαίωμα. Όμως ο καταστροφικός θυμός που οδηγεί σε λεηλασίες και βανδαλισμούς δεν είναι λύση. Η βία θρέφει τη βία και οι επιτήδειοι βρίσκουν ευκαιρία να επιβάλουν λύσεις που κάθε άλλο παρά ανταποκρίνονται στα αιτήματα και τις ανάγκες των αδικημένων.
Πριν από κάθε λόγο και τοποθέτηση μας, πρέπει να αναλογισθούμε λοιπόν το μερίδιο των ευθυνών μας. Πρώτιστα των δικών μας ευθυνών ως Ποιμαίνουσας Εκκλησίας, που δεν έχει πλέον την πολυτέλεια του εφησυχασμού. Η κρισιμότητα των καιρών επιτάσσει να αρθούμε στο ύψος των περιστάσεων, να αναλάβουμε τις ευθύνες μας -με τρόπο ορατό και έμπρακτο- απέναντι στον λαό του Θεού και να εμπνεύσουμε τους ανθρώπους, ώστε να ενώσουμε τις δυνάμεις μας σε κοινό αγώνα για την ειρηνική ανατροπή της καθοδικής πορείας που απειλεί τη χώρα μας.
1 σχόλιο:
Φοβερή παρέμβαση. Αν βγάλει κανείς 2-3 σημεία που είνα θεολογικά και κρύψει την υπογραφή, αποκλείεται να μαντέψεις ότι το έγραψε παπάς και μάλιστα ... αρχηγός - παπάς.
Δημοσίευση σχολίου